- ντοπάρισμα
- το [ντοπάρω]1. (για αθλητές) η λήψη ή χορήγηση διεγερτικών ουσιών πριν από τη συμμετοχή σε αγώνες για βελτίωση τής απόδοσης2. μτφ. α) διέγερση, έξαψηβ) φανατισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ντοπάρισμα αίματος — Παράνομη και επικίνδυνη διαδικασία τεχνητής αύξησης της αθλητικής απόδοσης. Αρκετά πριν από τους αγώνες, αφαιρείται από τον αθλητή 1/2 λίτρου αίματος και αποθηκεύεται σε τράπεζα αίματος. Στο ενδιάμεσο διάστημα, το αίμα του και τα ερυθρά… … Dictionary of Greek
ντόπινγκ — το άκλ. ντοπάρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. doping < αγγλ. dope «δίνω σε κάποιον διεγερτικές ουσίες»] … Dictionary of Greek
ντοπάρω — ντοπάρισα, ντοπαρίστηκα, ντοπαρισμένος, δίνω φάρμακα διεγερτικά σε άτομο που συμμετέχει σε αγώνες, εξετάσεις κτλ. Ουσ. ντοπάρισμα, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)